- ἐλευθερικόν
- ἐλευθερικόςfreemasc acc sgἐλευθερικόςfreeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελευθερικός — ἐλευθερικός, ή, όν (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. το ελευθερικόν (ενν. χωριό) χωριό που κατοικούσαν στα βυζαντινά χρόνια ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ελεύθερους … Dictionary of Greek